εκλιπής

εκλιπής
ἐκλιπής, -ές (Α)
1. ελλιπής («ἡλίου τι ἐκλιπὲς ἐγένετο» — έγινε μερική έκλειψη ηλίου)
2. αυτός που παραλήφθηκε, που παραμελήθηκε («τοῑς πρὸ εμοῡ ἅπασιν ἐκλιπὲς τοῡτο ἦν τὸ χωρίον» — αυτό το κεφάλαιο είχε παραμεληθεί απ' όλους τους προγενέστερους, Θουκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐκλιπής — failing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλίπῃς — ἐκλείπω leave out aor subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλιπές — ἐκλιπής failing masc/fem voc sg ἐκλιπής failing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκλιποῦς — ἐκλιπής failing masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”